ροδόσταμο

ροδόσταμο
[родостамо] ουσ ο розовая эссенция.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ροδόσταμο" в других словарях:

  • ροδόσταμο — το, Ν το ροδόσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ροδόσταμα, κατά τα ουδ. σε ο] …   Dictionary of Greek

  • ραίνω — ῥαίνω ΝΜΑ περιβρέχω κάτι με ρανίδες υγρού, ιδίως νερού, ραντίζω (α. «θάλασσα τους θαλασσινούς μην τούς πολυμαραίνεις / ροδόσταμο να γίνεσαι την πόρκα τους να ραίνεις», δημ. τραγούδι β. «ἔρραναν τὸν τάφον αἱ Μυροφόροι μύρα», Ακολουθ. Μεγ.… …   Dictionary of Greek

  • ροδόσταγμα — το / ῥοδόσταγμα, ΝΑ, και ροδόσταμα και ροδόσταμο, Ν νεοελλ. 1. παράλληλο παράγωγο τής απόσταξης τών ρόδων κατά την παραλαβή τού ροδελαίου, με πολύ γλυκό άρωμα, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική κ.ά., αλλ. ροδόνερο 2. διάλυμα… …   Dictionary of Greek

  • τριανταφυλλόνερο — το, Ν το ροδόσταμο …   Dictionary of Greek

  • υδροροσάτον — τὸ, ΜΑ το ροδόσταμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ροσᾶτον (< λατ. rosatum «ροδωτός») …   Dictionary of Greek

  • φαρμάκι — το / φαρμάκιν, ΝΜ και φαρμάκιον Α [φάρμακο(ν)] δηλητήριο νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) καθετί το οποίο είναι πολύ πικρό («τί πικρός καφές, σκέτο φαρμάκι») 2. μτφ. α) εξαιρετικά δυσάρεστο ή δηκτικό πράγμα (α. «τα λόγια του είναι φαρμάκι» β. «το στόμα… …   Dictionary of Greek

  • ροδόνερο — το το ροδόσταμο, το τριανταφυλλόνερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ροδόσταμα — ροδόσταμα, το και ροδόσταμο, το τριανταφυλλόνερο, ροδόνερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριανταφυλλόνερο — το ροδόσταγμα, ροδόσταμο, ροδόνερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»